επαφή

επαφή
допир

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπαφή — touch fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαφή — η (AM ἐπαφή) αφή, ψηλάφηση, άγγιγμα («τυφλοῑς τὸ βλέπειν τῇ σῇ ἐπαφῇ θείᾳ δέδοται», Μηναία) νεοελλ. 1. πρώτη συνάντηση με σκοπό στενότερες σχέσεις ή έναρξη διαπραγματεύσεων («ἡλθα σε επαφή με τους υπευθύνους τού περιοδικού») 2. σχέση, συνάφεια… …   Dictionary of Greek

  • επαφή — η 1. το άγγιγμα. 2. το κοινό σημείο όπου δύο σώματα αγγίζουν το ένα το άλλο: Δεν κάνουν επαφή τα καλώδια. 3. η συνουσία: Στη διάρκεια της εγκυμοσύνης δε θα έρθετε σ επαφή. 4. μτφ., η πρώτη συνάντηση με κάποιον για στενότερη επικοινωνία ή έναρξη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπαφῇ — ἐφάπτω bind on aor subj pass 3rd sg (ionic) ἐπαφάω touch on the surface pres subj mp 2nd sg (doric) ἐπαφάω touch on the surface pres ind mp 2nd sg (doric) ἐπαφάω touch on the surface pres subj act 3rd sg (doric) ἐπαφάω touch on the surface pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαφῆι — ἐπαφῇ , ἐφάπτω bind on aor subj pass 3rd sg (ionic) ἐπαφῇ , ἐπαφάω touch on the surface pres subj mp 2nd sg (doric) ἐπαφῇ , ἐπαφάω touch on the surface pres ind mp 2nd sg (doric) ἐπαφῇ , ἐπαφάω touch on the surface pres subj act 3rd sg (doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαφαῖς — ἐπαφή touch fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαφαί — ἐπαφή touch fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαφήν — ἐπαφή touch fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”